Γιώργος Δημητριάδης : Σημείωμα γύρω από το σύνδρομο του Cotard

 Οι ασθενείς τους βρίσκονταν συνήθως έγκλειστοι σε ιδρύματα ειδικά διαμορφωμένα στην περιφέρεια των πόλεων κατά το πρότυπο των αντιλήψεων περί ψυχικής υγιεινής του  Pinel   και του Esquirol, των πρωτεργατών δηλαδή της ψυχιατρικής στη Γαλλία.  Ένας τέτοιος εν ονόματι  Jules Cotard δούλευε στο παρισινό προάστιο που λέγεται  Vanves. Στο σύντομο χρονικό διάστημα που έζησε, γιατί πέθανε το 1889 σε ηλικία  49 ετών,  έγραψε πέντε άρθρα σχετικά μ’ένα σπάνιο τύπο παραληρήματος που απαντάται κυρίως σε χρόνιες μορφές αγχώδους μελαγχολίας  και ο οποίος θα μας απασχολήσει. Το πρώτο απ’αυτά τα άρθρα το δημοσίευσε το 1880 με τίτλο «Eνα  υποχονδριακό παραλήρημα  σ’ένα τύπο  βαριάς αγχώδους μελαγχολίας»[1]. Το παραλήρημα αυτό  το 1882, στο δεύτερο χρονολογικά άρθρο του με το ίδιο θέμα, το ονόμασε «παραλήρημα των αρνήσεων»[2]. Το ονόμασε έτσι γιατί οι εν λόγω ασθενείς που ήταν ως επί το πλείστον μεσήλικες  γυναίκες,  επί πλέον των κλασικών σημείων  της αγχώδους μελαγχολίας, που είναι οι τρομερές ενοχές συχνά με φόβο επικείμενης τιμωρίας, οι ιδέες αναξιότητας και ολέθρου, το φοβερό άγχος και  η ψυχοκινητική διέγερση, παρουσίαζαν κάποιες άλλες εκδηλώσεις. Αυτές  ήταν οι ιδέες κατάρας και  κατοχής από μία ξένη δύναμη (το διάβολο σε πρώτη γραμμή συχνότητας), η αυτοκτονική τάση, οι αυτοακρωτηριασμοί και ακόμη πιο ειδικά  υποχονδριακές ιδέες ανυπαρξίας ή καταστροφής διάφορων οργάνων και στομίων του σώματος, η ακόμη και καταστροφής  της ψυχής και του Θεού. Συχνά η ιδέα καταστροφής διάφορων οργάνων συνοδεύονταν από αυτήν της ολικής καταστροφής του σώματος και  του θανάτου αλλά, παραδόξως πως,  οι άρρωστοι αν και έλεγαν  ότι είναι ήδη πεθαμένοι είχαν  επίσης συχνά την ιδέα  ότι δεν μπορούν   να πεθάνουν και την εντύπωση ότι είναι  καταδικασμένοι να ζουν αιώνια. Στις ιδέες αθανασίες, δηλαδή υπερβολής όσον αφορά το χρόνο που θα ζήσουν, προστίθεντο συχνά, αργότερα στην εξέλιξη της νόσου, ιδέες υπερβολής όσον αφορά το μέγεθός τους. Θεωρούσαν έτσι ότι οι διαστάσεις τους αυξήθηκαν  υπερβολικά και ότι διάφορα μέλη τους ή και ολόκληροι έχουν αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε  ν’ αποκτήσουν κοσμικές διαστάσεις και ότι είχαν καταλάβει έτσι με τις διαστάσεις τους μέχρι και το σύμπαν ολόκληρο.

      Αυτό ήταν και είναι  η βασική κλινική εικόνα του παραληρήματος των αρνήσεων , με κάποιες διαφοροποιήσεις βέβαια από άρρωστο σε άρρωστο. Φερ’ειπείν ο Cotard λέει για την  άρρωστη του πρώτου άρθρου του «Η δεσποινίς Χ…βεβαιώνει  ότι δεν έχει εγκέφαλο, ούτε νεύρα, ούτε στήθος, ούτε στομάχι, ούτε έντερα· δεν της απομένουν παρά τα κόκαλα του αποδιοργανωμένου σώματος (πρόκειται για τις δικές της εκφράσεις). Αυτό το παραλήρημα άρνησης επεκτείνεται και στις μεταφυσικές ιδέες που ήταν κάποτε για εκείνη το αντικείμενο της πιο ακράδαντης πίστης· δεν έχει ψυχή, ο Θεός δεν υπάρχει, ούτε ο διάβολος. Η δεσποινίς Χ…με το να είναι  ένα αποδιοργανωμένο σώμα, δεν χρειάζεται να φάει για να ζήσει, δεν θα μπορέσει να πεθάνει από φυσικό θάνατο, θα ζήσει αιώνια, εκτός και αν  καεί - η φωτιά δηλαδή είναι το μόνο εφικτό τέλος για εκείνη».

    Μία άλλη ηλικιωμένη ασθενής 77 ετών της Monique Grignard[3], που εκδήλωσε το σύνδρομο  το 1980 μετά από χειρουργική επέμβαση για πρόπτωση σπλάχνων,  δηλώνει ότι ο πρωκτός της είναι φραγμένος, ότι δεν μπορεί να ουρήσει, ότι τίποτα δεν περνά πια και προσπαθεί μάλιστα η ίδια να  ξεφράξει τα στόμιά της εισάγοντας  διάφορα αντικείμενα.  Η καρδιά της δεν χτυπά πια. Δεν αναπνέει, δεν έχει πνεύμονες. Αρνείται να σιτιστεί γιατί μετά την επέμβαση τίποτα δεν περνά. Τα έντερα της έχουν στενέψει, έχουν ανέβει, έχουν σαπίσει, είναι φραγμένα. Παραπονιέται ότι δεν κοιμάται ποτέ. Όλα της τα στόμια είναι φραγμένα : ο κόλπος, η μύτη ακόμη και τα αφτιά και γι΄αυτό δεν  μπορεί ν’ ακούσει. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρω το ότι είναι συχνό  το θέμα αυτό του φραξίματος των σπλάχνων στους ηλικιωμένους με κατάθλιψη γενικότερα.

  Κάποιοι άλλοι  άρρωστοι με παραλήρημα των αρνήσεων λεν ότι δεν μπορούν πλέον να αναπαραστήσουν τα πράγματα με τη φαντασία τους. Ο διάσημος Charcot είχε αναφέρει πριν από τον Cotard,  του οποίου  υπήρξε δάσκαλος, περιστατικά στα οποία ασθενείς  έλεγαν ότι είχαν χάσει την ψυχική τους όραση. Το τρίτο χρονολογικά  άρθρο του Cotard    (του 1884)  πάνω στο σύνδρομο είχε μάλιστα τίτλο «Η απώλεια  της ψυχικής όρασης»[4]. Λέει δηλαδή σ’ αυτό ότι  κάποιοι από τους αρρώστους  τα «Μνημεία, τα τοπία, τα αντικείμενα που τους ήταν οικεία δεν μπορούσαν να τα φέρουν στην μνήμη τους». Ένας ασθενής του Marcel Czermak[5] με το σύνδρομο έλεγε ότι δεν  αισθάνεται τίποτα βλέποντας τα αντικείμενα. Αυτό είναι εξάλλου σχετικό με την αναλγησία που θεωρούσε ο  Cotard  ως βασικό στοιχείο αυτής της κατάστασης, ότι δηλαδή δεν μπορούν ούτε να πονέσουν γιατί δεν αισθάνονται τίποτα, Και ότι υποφέρουν ακριβώς απ’αυτή την αδυναμία να αισθανθούν ακόμη και πόνο, ότι τίποτα δηλαδή δεν μπορεί να τους αγγίξει. Μία άλλη ασθενής του  Jean Paul Baumont[6]  το 1983  έλεγε : «Ο εγκέφαλός μου δεν καταγράφει πια, έχω ένα κενό, μία μαύρη τρύπα μέσα στο κεφάλι μου, αισθάνομαι αδειασμένη. Δεν έχω συναισθήματα ….δεν έχω προσωπικότητα, δεν έχω τίποτα για να σκεφτώ ή να μιλήσω, δεν έχω σκέψη για να καταλάβω αυτό που λεν οι άλλοι, δεν μπορώ να μιλήσω, δεν ξέρω να μιλήσω». 

   Οι άρρωστοι με σύνδρομο του Cotard, όπως έμεινε  στην ιστορία το παραλήρημα των αρνήσεων, δηλώνουν ότι έχουν πεθάνει αλλά παραδόξως, όπως έλεγα,  συχνά οι ίδιοι άρρωστοι δηλώνουν ότι είναι καταδικασμένοι να ζουν στην κατάσταση αυτή αιώνια. Αυτή η κατάσταση παραπέμπει αναλογικά στους μύθους των θρησκειών γύρω από τη μετά θάνατο ζωή και ιδιαίτερα σ’ αυτόν που επικαλέστηκε ο ίδιος ο Cotard, αυτού του περιπλανώμενου Ιουδαίου. Αλλά επίσης παραπέμπει στο καθαρτήριο όσον αφορά το καθολικό δόγμα στο ’Α’rāf  του Κορανίου. Η ακόμη την άβυσσο της Εκάτης όπου, κατά τον Πλούταρχο, η ψυχή χάνει το θυμικό της. Για να επανέλθω στα λόγια των αρρώστων,  ένας άλλος ασθενής του  Jean Paul Beaumont[7], που εκδήλωσε το σύνδρομο μετά χειρουργική θεραπεία και  χημειοθεραπεία για μελάνωμα στο δέρμα, περιέγραφε την κατάστασή του ως μεταξύ ζωής και θανάτου. Έλεγε ότι περπατάει δίπλα στη ζωή, σε μία ζωή που δεν είναι ζωή. Ότι δεν είναι στην ίδια ζωή με τους υπόλοιπους. Ότι ο χρόνος δεν υπάρχει, ότι είναι ένας άπειρος χρόνος  που δεν θα τελειώσει ποτέ. Ότι δεν υπάρχει όριο μεταξύ του παρελθόντος και του μέλλοντος και ότι έχει ξεμείνει σε ένα αόριστο παρόν  όπου όλες οι διαφορές έχουν καταργηθεί. Ότι κάθε ημέρα είναι η ίδια, μία παγκόσμια ημέρα που αντιπροσωπεύει εκατομμύρια χρόνια, η ημέρα και η νύχτα έχουν γίνει ένα, ότι δεν υπάρχει μονάδα χρόνου και είναι συνέχεια η ίδια στιγμή που επαναλαμβάνεται. Δεν υπάρχουν κύκλοι, ούτε στο ημερολόγιο ημερομηνίες ούτε Δευτέρες, Τρίτες, Τετάρτες, Παρασκευές, ούτε χρονολογίες, ούτε εναλλαγές μεταξύ ημέρας και νύχτας. Παρομοίως για τον άρρωστο αυτό δεν υπήρχε απόσταση. Είμαι πάντα  έλεγε  «στο ίδιο μέρος, στη ίδια θέση.  ‘Ολα είναι ίδια με το να είμαι μπροστά στα ίδια πρόσωπα που δεν κινούνται. Είμαι στην κόλαση» .

    Το σύνδρομο του   Cotard    είχε σχεδόν ξεχαστεί λόγω της σπανιότητάς του ιδιαίτερα μετά την ανακάλυψη αποτελεσματικών θεραπειών για τις καταστάσεις μελαγχολίας. Δηλαδή με τις θεραπείες, αντικαταθλιπτικά, νευροληπτικά ή  τα ηλεκτροσόκ,  οι ασθενείς δεν χρονίζουν αρκετά συνήθως ώστε να παρουσιάσουν το σύνδρομο, γιατί όπως έλεγε εξαρχής ο Cotard, εκδηλώνεται κυρίως σε περιπτώσεις χρόνιας αγχώδους μελαγχολίας. Οι συγγραφείς ανέφεραν ότι μπορεί το σύνδρομο να εκδηλωθεί επίσης, με αρκετές διαφοροποιήσεις στην κλινική εικόνα, σε περιπτώσεις παράνοιας και προϊούσας γενικής παράλυσης. Η  μορφή, ως γνωστό, με την οποία απαντάται στις μέρες μας είναι κυρίως οι υποχονδριακές ιδέες άρνησης.

 

 

      Μετά τον Cotard  και τις λίγο μεταγενέστερες εργασίες του Séglas[8] και άλλων ψυχιάτρων της εποχής το παραλήρημα των αρνήσεων παραμέμεινε σχεδόν σε λήθη για περίπου ένα αιώνα. Αν εξαιρέσουμε το άρθρο του Salomon Resnik[9]   με τίτλο «Σύνδρομο Cotard  και αποπροσωποποίηση» του 1954 και μία αναφορά του  Jacques Lacan[10]  το 1955 η ψυχαναλυτική βιβλιογραφία έμεινε απ’όσο γνωρίζω σιωπηλή πάνω στο θέμα μέχρι το 1983. Κατά την  ημερομηνία αυτή  η ψυχαναλυτική σχολή  Association Lacanienne   (και κυρίως ο  Marcel Czermak[11])  επανέφεραν σ’ επικαιρότητα το θέμα. Το 1992 έγινε ένα συνέδριο[12] της Association Lacanienne πάνω στο θέμα και το 1993 ο  Jorge Cacho[13], μέλος της ίδιας  σχολής,  δημοσίευσε τη διατριβή του πάνω στο παραλήρημα των αρνήσεων, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του κυρίως πάνω στην ιστορία του συνδρόμου. Ο Lacan λοιπόν, όπως έλεγα, έκανε μια αναφορά στο σύνδρομο το 1955 κατά τη διάρκεια του  σεμιναρίου του. Στην αναφορά αυτή είπε τα εξής : ‘Oι ηλικιωμένες γυναίκες με το σύνδρομο, που λένε ότι δεν έχουν στόμα και  στομάχι και ότι δεν θα πεθάνουν ποτέ, έχουν μεγάλη σχέση  με τον κόσμο των φεγγαριών.  Αυτό στο οποίο έχουν ταυτιστεί είναι μία εικόνα στην οποία λείπει κάθε άνοιγμα, κάθε  προσμονή κάθε κενό  της επιθυμίας, δηλαδή αυτό που συνιστά κυρίως η ιδιότητα του στοματικού στομίου’. Να σημειώσω εδώ ότι ετυμολογικά η γαλλική λέξη béance που σημαίνει  « άνοιγμα » γύρω στο  1200 σήμαινε την επιθυμία. Λέει λοιπόν στη συνέχεια ο Lacan: «Στο βαθμό που επιχειρείται η ταύτιση του ‘είναι’ στην αμιγή και απλή εικόνα του, δεν υπάρχει πλέον θέση  για την αλλαγή, δηλαδή για τον θάνατο. Στο θέμα τους πρόκειται ακριβώς - για το ότι είναι πεθαμένες και ότι δεν μπορούν επίσης να πεθάνουν – για το ότι  είναι αθάνατες  όπως η επιθυμία. Στο βαθμό που το υποκείμενο ταυτίζεται συμβολικά  με το εικονοφαντασιακό πραγματοποιεί, με κάποιο τρόπο, την επιθυμία». Θα προσπαθήσω να σχολιάσω αυτά τα πυκνά λεγόμενα του Lacan τα οποία ανακινούν  το θέμα της φάσης του καθρέπτη και τη σημασία της στην ψύχωση. Το ότι επιχειρεί δηλαδή ο ψυχωτικός, κατά το Lacan, να ταυτίσει το «είναι» του με την εικόνα του. Δεν θα επεκταθώ πάνω στο θέμα αυτό. Όσον αφορά δε το θέμα της  επιθυμίας θα επανέλθω λίγο αργότερα για να μιλήσω  προς το παρόν για την έλλειψη. Αυτή η έλλειψη ανοίγματος δηλαδή  η έλλειψη έλλειψης στους αρρώστους με Cotard δημιουργεί με κάποιο τρόπο μία ασυνείδητη εικόνα σώματος σαν συμπαγή σφαίρα, που είναι δηλαδή γεμάτη με τα πάντα ή τουλάχιστον μ’ αυτά που μπορεί να λείψουν  στα εν λόγω υποκείμενα για να επιθυμήσουν, δηλαδή αυτά που συνιστούν την ψυχική τους πραγματικότητα. Συνεπώς οι άρρωστοι αυτοί  δεν είναι απόντες από το φαντασιακό κόσμο, αλλά από το συμβολικό κόσμο τους, αυτόν που συνιστά γι’ αυτούς τους ίδιους ως συγκεκριμένα υποκείμενα τον κόσμο. Είναι από την αλυσίδα των σημαινόντων τους που αποσυνδέονται, γι’ αυτό και ο κόσμος παύει να έχει σημασία γι’ αυτούς. Έχουν πεθάνει για την αλυσίδα των σημαινόντων τους, (ως υποκείμενα της αλυσίδας αυτής), ενώ ο κόσμος τους παραμένει κάτι σαν αμιγές φαντασιακό απαλλαγμένο από κάθε συμβολική πρόσφυση που θα τους επέτρεπε να σκεφτούν και ν’ αλλάξουν  κάτι. Εδώ αναφέρομαι όχι τόσο στη συνειδητή σκέψη, αν και αυτή πάσχει, αλλά στις μεταφορικές και μετωνυμικές διαδικασίες που γίνονται στο ασυνείδητο και των οποίων έχουμε μία πιο άμεση έποψη στα όνειρα. Εξ’ ού και η εντύπωσή τους  ότι ο κόσμος θα παραμένει αμετάβλητος για πάντα.  Οι άρρωστοι εξ άλλου,  όπως έλεγα παραπάνω, κατακρατούν τα αντικείμενα του σώματός τους, ούρα και κόπρανα, δεν σιτίζονται,  δεν μπορούν να θυμηθούν τις εικόνες και όταν κοιτούν τα αντικείμενα δεν τους προκαλείται  κάποιο  αίσθημα και δεν τους κάνει να σκεφτούν κάτι. Όταν ακούνε τους άλλους  το περιεχόμενο της ομιλίας των άλλων τους διαφεύγει. Τα αντικείμενα μικρά α, κατά τον   Lacan, το σκύβαλο, ο μαστός, το βλέμμα, και η φωνή,   έχουν επανέλθει στο συμπαγές πλέον σώμα αντί να είναι χωρισμένα από αυτό από την τομή που τα σημαίνοντα κάνουν στο σώμα.  Η αναλγησία, η απουσία δηλαδή πόνου, είναι, όπως λέει ο Marcel Czermak[14], στα ίδια πλαίσια της έλλειψης της έλλειψης. Η αϋπνία για την οποία παραπονιούνται δεν είναι μία αντικειμενική αϋπνία. Ένας άρρωστος του  Marcel Czermak[15]  έλεγε ότι στην κανονική του κατάσταση αισθάνονταν τον ύπνο να έρχεται. Βάρος στα βλέφαρα, ανάγκη να κλείσει τα μάτια. Όταν ήταν άρρωστος για να κοιμηθεί  βυθιζότανε μονομιάς και όταν ξύπναγε  δεν αισθάνονταν ότι ξύπναγε. Ζώντας στον κόσμο αυτό που τίποτα δεν λείπει  οι ασθενείς  ταυτίζονται λέει ο Marcel Czermak[16] με το αντικείμενο που μπορεί να λείψει, το αντικείμενο μικρό α αίτιο της επιθυμίας κατά το Lacan, και ενίοτε αυτοκτονούν  ή ζητούν να τους σκοτώσουν προκειμένου να μπορέσει να λείψει το αντικείμενο -που έχουν γίνει οι ίδιοι- από τον κόσμο.

    Οι ασθενείς αυτοί θυμίζουν, δεδομένης της σχέση που έχουν όσον αφορά την έλλειψη  και το θάνατο, άλλου τύπου ασθενείς. Καταρχήν ο θάνατος του υποκειμένου που γνωρίζουν οι ψυχωτικοί εκφράζουν συνήθως το θάνατο του υποκειμένου ως εμπειρία του τέλους του κόσμου  και όχι προσωπικού θανάτου όπως στο Cotard.  Το σημείο αυτό της εμπειρίας θανάτου του υποκειμένου στην παρανοειδή σχιζοφρένεια ή την παράνοια προηγείται της απόπειρας δημιουργίας μίας νέας σχέσης με τον κόσμο διαμέσου του παραληρήματος. Το σημείο θανάτου του υποκειμένου ο Γερμανός δικαστής Schreber (το διάσημο περιστατικό του οποίου την παραληρηματική αυτοβιογραφία ανέλυσε ο Freud)  ως παρανοϊκός το βίωνε τη στιγμή που διάβαζε ότι πέρασε σ’ άλλη στήλη της εφημερίδας και συγκεκριμένα στη νεκρολογική. Τελικά μετά από πολλά ψυχωτικά δεινά, όπως οι κατατονικές του κρίσεις, σταθεροποιείται μετά από χρόνια διαμέσου της παραληρηματικής μεταφοράς  της ταύτισής του με τη γυναίκα του Θεού. Η οποία ταύτιση εντοπίζει με κάποιο τρόπο το πραγματικό, το καδράρει. Αποφεύγει έτσι τα αποτελέσματα των διακυμάνσεων του πραγματικού του οποίου διαφορετικά θα είχε να υφίσταται διαρκώς τις μεταμορφώσεις. Μεταμορφώνοντας του εαυτό του σε γυναίκα  παύει να αντιστέκεται στη δίωξη που δεχότανε από την απόλαυση του Άλλου, αποδεχόμενος αυτή την απόλαυση, - διαμέσου της μεγαλομανιακής ταύτισής του με τη  γυναίκα του Θεού-, την οποία και αναπαριστά στην πράξη μεταμφιέζοντας τον εαυτό του  σε γυναίκα μπροστά στον καθρέπτη του δωματίου του.

        Μίλησα προηγουμένως για τους ηλικιωμένους με κατάθλιψη και τις  υποχονδριακές τους ιδέες  γύρω από το πεπτικό και  το ουροποιητικό σύστημα καθώς και την υποχονδριακή αϋπνία. Ο Γάλλος γεροντοψυχίατρος   G. Ferrey[17] σημειώνει επίσης  ότι οι αρνήσεις στους ηλικιωμένους με κατάθλιψη ή και σύνδρομο Cotard αφορούν όχι τόσο τα όργανα όσο τη λειτουργία τους και ότι οι ασθενείς αυτοί δεν έχουν νοσοφοβία αλλά  παραπονιούνται για το ότι η τροφή και οι απεκκρίσεις του σώματός τους δεν περνάνε. Ο  αλκοολόγος  Jean Paul Descombey[18] τονίζει το πόσο οι αλκοολικοί τείνουν να θέλουν ν’ αγνοούν το θάνατο, να είναι ‘θανατοαγνωσικοί’, να τείνουν να πιστεύουν  δηλαδή ότι ο θάνατος δεν μπορεί να τους ακουμπήσει παρά μόνο από ατύχημα. Και επιπλέον  ότι  αν πάθουν μετά από χρόνια κατανάλωσης  το σύνδρομο Korsakoff,  (προϊούσα δηλαδή αμνησία),  ζουν πλέον μέσα στην αχρονικότητα. Η τοξικομανία δεν είναι βέβαια μακριά όσον αφορά τη θανατοαγνωσία, την τάση δηλαδή  των τοξικομανών να έχουν μία συνεχή πρόκληση με το θάνατο, αλλά και να δημιουργούν επίσης νέο-ανάγκες, κάτι δηλαδή σα τεχνητά στόμια του σώματος. Oταν τρυπιούνται  δε, δημιουργούν  όχι μόνο  μεταφορικά αλλά και πραγματικά στόμια στο σώμα τους. Θ’ αναφέρω επίσης  τη μανία του piercing, την τάση δηλαδή κάποιων  να δημιουργούν τρύπες στο σώμα τους,  ή την ακόμη πιο εντυπωσιακή τάση κάποιων άλλων να αυτοακρωτηριάζονται με χειρουργικές επεμβάσεις ή και μόνοι τους. Τέλος επιγραμματικά  αναφέρω την υποχονδρία του  φαλλού των τρανσέξουαλ όπως ονομάζει ο Marcel Czermak[19] το αίτημα για την αλλαγή του φύλου. Όλες αυτές οι καταστάσεις είναι ίσως εγχειρήματα δημιουργίας έλλειψης στο πραγματικό του σώματος, εκεί που η συμβολική λειτουργία αδυνατεί να δημιουργήσει τομή, δηλαδή  τρύπα στο σώμα. Καταστάσεις πολύ διαφορετικές από αυτές του ψυχαναγκαστικού που ζει σε μία διαρκεί αναβολή όσον αφορά την επιθυμία του, παριστάνοντας δηλαδή τον πεθαμένο όσον αφορά την  επιθυμία του.

     Τέλος μιλώντας για τη ζωή μεταξύ δύο θανάτων των αρρώστων με  Cotard, θ’ αναφέρω τη σχέση την ζώνης «μεταξύ  δύο θανάτων»[20], στην οποία αναφέρθηκε ο  Lacan[21], ως ζώνη της επιθυμίας όταν κανείς βρίσκεται να είναι κάτι σαν τραγικός ήρωας, στη  θέση ας πούμε της Αντιγόνης του Σοφοκλή, που δεν μπορεί παρά να εκπληρώσει αυτό που συνιστά την επιθυμία, να τιμήσει δηλαδή το νεκρό αδελφό  της Πολυνείκη, έστω και αν αυτό συνεπάγεται το  θάνατό της. Ή της Ηλέκτρας του Σοφοκλή που λέει ότι είναι πεθαμένη μέσα στη ζωή.  Ή σ’αυτή του Οιδίποδα για τον οποίον ο χορός αναφωνεί το «μη φύναι», το καλύτερα δηλαδή κανείς να μην είχε γεννηθεί  αν είναι να βρεθεί στη δεινή θέση  που βρέθηκε ο Οιδίποδας. Ή σ’αυτήν ακόμη του Άμλετ που του χρειάζεται να έρθει αντιμέτωπος με το θάνατο της Οφηλίας και ακόμη περισσότερο  να χτυπηθεί θανάσιμα προκειμένου να υποστηρίξει την πράξη που ανέβαλε συνέχεια. Το  να εκδικηθεί δηλαδή το φόνο του πατέρα του σκοτώνοντας τον Κλαύδιο. Ο τραγικός ήρωας βρίσκεται στη ζώνη αυτή που, αν και καταδικασμένος όσον αφορά την ναρκισσιστική του αγάπη,  ή ακόμη και καταδικασμένος να πεθάνει, -δηλαδή πέραν της αρχής της ευχαρίστησης όπως και να’χει-,  είναι ακόμη υπόχρεος στην επιθυμία. Ή ακόμη περισσότερο μπορεί να είναι σε θέση να στηρίξει την επιθυμία του μόνο από αυτή τη θέση. Με κάποιο τρόπο αυτή μάλλον είναι η κοινή μοίρα. Δηλαδή το να μπορούμε να επιθυμούμε παρά μόνο ως θνητοί. Ο τραγικός ήρωας, το δείχνει αυτό από μία πλευρά που οδηγεί συχνά βραχυπρόθεσμα στο θάνατο όπως στην περίπτωση της Αντιγόνης. Ενώ το να αναλάβει κανείς την επιθυμία του, συνήθως  αφού τη βιώσει  στο επίπεδο της μοναξιάς, δηλαδή ως επιθυμία που αφορά εκείνον και μόνο,  μπορεί βέβαια, τουναντίον,  να ωθεί προς τη ζωή.                                         

 

 

                                                    ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

1) Baumstimler Yves, Cacho Jorge, Czermak Marcel (dir.), Délire des Négations, Actes du Colloque des 12 et 13 décembre  1992, Paris : Le discours psychanalytique – Éditions de l’Association Freudienne Internationale, 2001

2) Cacho Jorge,  Le délire de négations, Paris : Le discours psychanalytique – Éditions de l’Association Freudienne Internationale, 1993

3) Cotard Jules,  Du délire  hypocondriaque dans une forme grave  de la mélancolie anxieuse, Annales médico-psychologiques, Σεπτέμβριος 1880, 4oς τόμος

4) Cotard Jules,  Du délire de negations, Arcives de Neurologie, 1982, no 11 σ.152 -170 και nο 12 σ.282-296

5) Cotard Jules, Du délire d’énormité, Annales médico-psychologiques, 1888, σ.465-469

6) Cotard J., Camusset M.,  Seglas J., Du délire des négations aux idées d’énormité, préface J.-P.Tacho, Paris : L’Harmattan, 1997, σ.169-224

7) Lacan Jacques ,  Le séminaire, livre II (1954-55) : Le Moi dans la théorie de Freud et dans la technique de la psychanalyse. Paris : Seuil, 1978

8) Lacan Jacques, Le séminaire livre VII, L’éthique de la psychanalyse, Paris : Seuil, 1986

9) Czermak Marcel, Passions de l’objet, Paris : Joseph Clims, 1986

10)Czermak Marcel, Patronymies, Considérations cliniques sur les psychoses, Paris : Masson, 1998

11) Hulak Fabienne, Le syndrome de Cotard ou la clinique de l’entre deux morts, Information Psychiatrique, 79, 5, σ.415-421

12) Resnick Salomon, Syndrôme de Cotard et dépersonnalisation, Information psychiatrique, 1970, 46, σ. 461-474

13) Séglas Jules, Sémiologie et pathogénie des idées de négation, les altérations de la personnalité dans les délires mélancoliques, Annales médico-psychologiques, 1889, 10o τόμος, σ.5-26

 

 




[1]Jules Cotard, Du délire  hypocondriaque dans une forme grave  de la mélancolie anxieuse, Annales médico-psychologiques, Σεπτέμβριος 1880, 4oς τόμος

[2] Jules Cotard,  Du délire de négations, Arcives de Neurologie, 1982, no 11 σ.152 -170 και nο 12 σ.282-296

[3] Monique Grignard, Mme F., un Cotard méconnu, in Yves Baumstimler, Jorge Cacho, Marcel Czermak, (dir.), Délire des Négations, Actes du Colloque des 12 et 13 décembre  1992, Paris : Le discours psychanalytique – Éditions de l’Association Freudienne Internationale, 2001, σ. 57-65, σ.59

[4] Jules Cotard, Perte de la vision mentale dans la mélancolie anxieuse, Archives de neurologie,  1884, no 21

[5] Marcel Czermak, Signification psychanalytique du syndrôme de Cotard, in Yves Baumstimler, Jorge Cacho, Marcel Czermak, (dir.), Délire des Négations, σ.191-219, σ.195

[6] Jean Paul Baumont, Un trou noir, in Yves Baumstimler, Jorge Cacho, Marcel Czermak, (dir.), Délire des Négations, σ.33-57, σ.34-35

[7] ομοίως, σ.37

[8] Βλ. Les observations de Jules Seglas, in J.Cotard, M.Camusset, J.Seglas, Du délire des négations aux idées dénormité, préface J.-P.Tacho, Paris, L’Harmattan, 1997, σ.169-224

[9] Salomon Resnick, Syndrôme de Cotard et dépersonnalisation, Information psychiatrique, 1970,46, σ.461-474

[10]Jacques Lacan,  Le séminaire, livre II (1954-55) : Le Moi dans la théorie de Freud et dans la technique de la psychanalyse. Paris : Seuil, 1978

[11] Με την ομιλία «Η ψυχαναλυτική σημασία του συνδρόμου του  Cotard» στο συνέδριο «οι Ψυχώσεις» της  ψυχαναλυτικής σχολής  Association Freudienne βλ.Marcel Czermak, Passions de l’objet, Paris : Joseph Clims, 1986, σ.205-234

[12]Yves Baumstimler, Jorge Cacho, Marcel Czermak, (dir.), Délire des Négations, Actes du Colloque des 12 et 13 décembre , ο.π.

[13] Jorge Cacho,  Le délire de négations, ο.π.

 

[14] Czermak, Passions de l’objet, ο.π. σ.214

[15] ομοίως, σ.214 και 215

[16] ομοίως, σ.223

[17]G.Ferrey, Le syndrome de Cotard et les négations fonctionnelles chez le sujet âgé, in Yves Baumstimler, Jorge Cacho, Marcel Czermak, (dir.), Délire des Négations, Actes du Colloque des 12 et 13 décembre , ο.π., σ.89-105

[18] J.-P.Descombey, Introduction, ομοίως, σ.15-21

[19] Marcel Czermak, Patronymies, Considérations cliniques sur les psychoses, Paris : Masson, 1998, σ.39

[20]Βλ. Fabienne Hulak, Le syndrome de Cotard ou la clinique de l’entre deux morts, Information Psychiatrique, 79, 5, σ.415-421

[21] Jacques Lacan, Le séminaire livre VII, L’éthique de la psychanalyse, Paris :  Seuil, 1986, σελ. 315-336

 

 

>> Version française